- νεωτεροποιώ
- νεωτεροποιῶ, -έω (Α) [νεωτεροποιός]1. επιχειρώ κάτι με νέο τρόπο2. εισάγω καινοτομίες, νεωτερισμούς3. εγείρω επανάσταση προκειμένου να ανατρέψω το πολιτικό καθεστώς4. καθαρίζω τα άκρα πληγής5. (για τη Σελήνη) παίρνω νέα μορφή, βρίσκομαι σε νέα φάση.
Dictionary of Greek. 2013.