νεωτεροποιώ

νεωτεροποιώ
νεωτεροποιῶ, -έω (Α) [νεωτεροποιός]
1. επιχειρώ κάτι με νέο τρόπο
2. εισάγω καινοτομίες, νεωτερισμούς
3. εγείρω επανάσταση προκειμένου να ανατρέψω το πολιτικό καθεστώς
4. καθαρίζω τα άκρα πληγής
5. (για τη Σελήνη) παίρνω νέα μορφή, βρίσκομαι σε νέα φάση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νεωτεροποιῷ — νεωτεροποιός innovating masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”